- τράφει
- τρέφωthickenpres ind mp 2nd sg (doric)τρέφωthickenpres ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARCHIVUM seu ARCHIUM, ARCEPS — etc. Locus seu scrinium, ubi Chartae publicae asservantur, vide infra Chartophylacium. Etiam Archia, apud Tertullian. contra Marc. l. 3. Graece Α᾿ρχεῖα, Suid. Vetus Inscr. inedita, reperta nuper A. C. 1670. Smyrnae, in area Consulis Batavi. ΝΑΙΣ … Hofmann J. Lexicon universale
άθρεπτος — και άθρεφτος και άθρεφος, η, ο (Α ἄθρεπτος, ον) αυτός που δεν έχει τραφεί, ή που τράφηκε ανεπαρκώς νεοελλ. 1. (για καρπούς και γεννήματα) αυτός που δεν ωρίμασε ή δεν αναπτύχθηκε αρκετά, άθρεφτος, ατροφικός 2. αυτός που δεν τρέφει επαρκώς, ο μη… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
αυτοφαγία — η τρόπος διατήρησης στη ζωή φυτικού ή ζωικού οργανισμού που συνίσταται στην απορρόφηση των λιγότερο χρήσιμων οργάνων του για να τραφεί … Dictionary of Greek
βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και … Dictionary of Greek
γλαγότροφος — γλαγότροφος, ον (Α) αυτός που έχει τραφεί με γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάγος + τροφος < τρέφω] … Dictionary of Greek
δρυοκολαπτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 210 είδη, που ζουν σε δασώδεις περιοχές όλων των χωρών, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. To μήκος τους ξεκινά από 9 εκ. και μπορεί να φτάσει τα 55 εκ … Dictionary of Greek
επανατρέφω — ἐπανατρέφω (Α) κάνω να τραφεί εξασθενημένο μέλος τού σώματος … Dictionary of Greek
θρεπτήριος — θρεπτήριος, ον (ΑΜ) [θρεπτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον τόπος διατροφής και ανατροφής αρχ. 1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός 2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί 3. τα προς το ζην, η τροφή 4. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
κακοθρεμμένος — η, ο αυτός που δεν έχει τραφεί καλά, ισχνός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θρεμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού τρέφω*] … Dictionary of Greek